Page 27 - SCHOOLARIKI_2018
P. 27

ου
                             ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ 1  ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΠΕΥΚΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ     ΜΑΪΟΣ 2018      ΤΕΥΧΟΣ 5
        αν δεν πεθάνει άνθρωπος, αν δεν πεθάνει κόρη.
        Να  το σκεφτούμε όλοι μαζί, άλλη λύση να δοθεί»
         «Άλλη λύση απ΄ αυτήν εγώ δεν την εβλέπω»
        απάντησ΄ ένας μάστορας ψηλός σαν κυπαρίσσι               Ερωτόκριτος
        «Σκέψου καλά κι αύριο πρωί μας απαντάς».
                                                                 Γράφει η Καραστογιάννη Ευφροσύνη, Γ3
        Ολονυχτίς εκάθησε αντίκρυ στο ποτάμι,
                                                                 Ποια να ήταν τα ραβασάκια που έγραφαν μεταξύ
        μα ιδέα δεν έβρισκε καμιά την κόρη για να σώσει.
                                                                 τους ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα, από τότε που ο
        Και τότε εστράφηκε στον ουρανό, μια προσευχή να κάνει
                                                                 Ερωτόκριτος εξορίστηκε από τον πατέρα της Αρε-
        «Η σύζυγός μου θα χαθεί. Θεέ μου τι να κάνω;»
                                                                 τούσας για πάντα; Λέτε να έγραφαν κάπως έτσι;
        Κι απελπισμένος πια μαθές στο σπίτι του πηγαίνει,

        μήπως μπορέσει και κοιμηθεί, γιοφύρι για να χτίσει.
                                                                 Ερωτόκριτος:
        Πρωί, πρωί σηκώθηκε γοργά για να ντυθεί                  Αγαπημένη μου Αρετούσα
        γοργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.        που είσαι μακριά μου,
        Μα κόσμος πολύς εφάνηκε απ΄ τη στροφή του δρόμου,        έλα εδώ,
        τρέχει ο πρωτομάστορας τα νέα για να μάθει               να αγιάσεις την καρδιά μου.
        «Η σύζυγός σου εσώθηκε, αυτή δεν θα πεθάνει.             Μου έλειψες πολύ γλυκιά μου
        Το γιοφύρι ξάφνου εχτίστηκε όπως εγκρεμιζόταν!
                                                                 και σε ζητάει η μοναξιά μου.
        Γι΄ αυτό είν΄ όλοι χαρούμενοι, δεν χαίρεσαι κι εσύ;»
                                                                 Θέλω τώρα κοντά σου να βρεθώ
        Τ΄ ακούει ο πρωτομάστορας κι ευφραίνεται καρδιά του.
                                                                 και στην αγκαλιά σου να κρυφτώ.
        Στο δρόμο για το σπίτι του συνάντησε πουλί
                                                                 Όμως αποκλείεται να γίνει αυτό,
        που με ανθρώπινη λαλιά, τον σταματά και λέγει            και σύντομα εγώ δεν θα σε δω,
        «Η αγάπη σου για την γυνή, αυτή την έχει σώσει».
                                                                 αφού στης φυλακής τα σίδερα βρίσκεσαι

                                                                 και στης ψυχής μου τα βάθη κρύβεσαι.
        … και η εκδοχή της Ζωής Παπαοικονόμου, Γ5
                                                                 Αν ο πατέρας σου μακριά δεν μ’ έστελνε
        Και το πουλί τον άκουσε κι έτσι επήγε κι είπε:
                                                                 και στην φυλακή εσένα δεν έβαζε,
        «Αργά ντυθείς, αργά ν’ αλλαχτείς, αργά να πας στο γιόμα.    τώρα θα ήμασταν μαζί
        Αργά να πας και να διαβείς της  Άρτας το γιοφύρι»
                                                                 για πάντα στην ζωή.
        Και δεν εφάνηκεν η λυγερή του πρωτομάστορα η γυναίκα
                                                                 Χιλιόμετρα μας χωρίζουν
        Που αργά ντυνόταν αργά άλλαζε  αργά να πα στο γιόμα,
                                                                 και οι αποφάσεις του πατέρα σου μας τσακίζουν.
        κι έπεσε κατασκόταδο στης Άρτας το γιοφύρι               Όμως εγώ μακριά σου δεν μπορώ να’ μαι
        κι οι μαθητάδες άφησαν πρόωρα το μιστρί τους.
                                                                 γι’ αυτό και με γράμματα θα μιλάμε.
        Και πέφτει το γεφύρι ευθύς, σαν έρχεται η λυγερή
                                                                 Χαρούμενο πολύ θα με έκανες
        Από μακριά τους χαιρετά και από κοντά  τους λέει:
                                                                 αν πίσω γράμμα μου έστελνες,
        «Γεια σας χαρά σας μάστοροι και σεις οι μαθητάδες
                                                                 να μου κρατούσες συντροφιά
        Μα τί έχει ο πρωτομάστορας, μη και  μπορώ να κάνω κάτι;»
                                                                 με όμορφα λόγια για παρηγοριά.
        «Το γεφύρι πέφτει, ολημερίς δουλειά χαμένη
        Και μόνο μια γυναίκα μπορεί να το αποτρέψει»             Αρετούσα:
        «Μάστορα, ποιας γυναίκας είναι το ριζικό το έργο αυτό να   Ω αγαπημένε μου Ερωτόκριτε
        χτίζει;»                                                 κριτή του έρωτα και της αγάπης
                                                                 να’ σαι σίγουρος πως την καρδιά μου θα’ χεις.
        Και την είπε ο πρωτομάστορας με μια γλυκιά λαλιά,
        της είπε αυτό που το πουλί του λάλησε                    Όμως, όπως είπες, δεν γίνεται να’ μαστε μαζί
        Κι η όμορφη λυγερή του πρωτομάστορα γυναίκα              αφού ο πατέρας μου σε εξόρισε για μια ζωή.
        το ριζικό της δέχτηκε με μάτια πικραμένα.                Λυπημένη τώρα στέκομαι
                                                                 και απελπισμένη σε σκέφτομαι.
        «Αλίμονο στη μοίρα μας κρίμα στο ριζικό μας
        Τρείς αδελφάδες ήμασταν  κι οι τρεις κακογραμμένες,      Ευτυχώς υπάρχουν και τα γράμματα να μιλάμε
        η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη            έστω και κρυφά, να ξεχνιέμαι πως λυπάμαι.
        κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.           Μακριά σου εγώ δεν αντέχω άλλο
        Γερό μόνον να βγει που χω μονάκριβο αδελφό μη λάχει και   θέλω τώρα να σε δω όσο τίποτα άλλο.
        περάσει»
                                                                 Αυτά, λοιπόν, είχα να σου πω
        Κι εκατέβη στη πρώτη την καμάρα στη μέση του θανάτου.    και με μισή καρδιά σε χαιρετώ.
        Ένας πιχάει με το μυστρί κι ο άλλος με τον ασβέστη       Δύσκολο πολύ μου φαίνεται
        Παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο          και η καρδιά μου πόνο δέχεται.
        Και το γεφύρι δεν πέφτει πια και μήτε κι οι διαβάτες,
        Με την στερνότερη την αδελφή στης Άρτας το γεφύρι.



                                                           27
   22   23   24   25   26   27   28   29   30   31   32